- ἀπολαυστός
- ἀπο-λαυστός, όν,A enjoyed, enjoyable, Epicur.Ep.3p.60U., Phld.Ir.p.84 W., Ph.1.572, Diotog. ap.Stob.4.7.62, Plu.Comp.Arist.Cat.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απολαυστός — ἀπολαυστός, ή, όν (Α) εκείνος που τον απολαμβάνει ή που είναι δυνατόν να τον απολαύσει κάποιος … Dictionary of Greek
ἀπολαυστόν — ἀπολαυστός enjoyed masc/fem acc sg ἀπολαυστός enjoyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαυστῶν — ἀπολαυστός enjoyed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)